λήκυθος

λήκυθος
λήκῠθος ([dialect] Dor. [full] λάκυθος [pron. full] [ᾱ] IG42(1).123.130 (Epid., iv B.C.)), ,
A oil-flask,

δῶκεν δὲ χρυσέῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον Od.6.79

, cf. 215, Hp. Morb.4.51, Ph.Bel.102.41, etc.; casket for unguents, cosmetics, etc., S.Fr.130;

αἱ δὲ λήκυθοι μύρου γέμουσι Ar.Pl.810

, cf. Fr.207; buried or burnt with the dead, Id.Ec.538, 996, 1032, cf. IG14.865, CIG 8346k.
2 in pl., rhetorical bombast, Cic.Att.1.14.3, Plin.Ep.1.2.4.
II projecting cartilage on the gullet, Adam's apple, = βρόχθος, Clearch.72.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λήκυθος — oil flask fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… …   Dictionary of Greek

  • λήκυθος — η μικρό μυροφόρο αγγείο, συνήθως πήλινο, που το προόριζαν για τους νεκρούς: Στον τάφο δίπλα στα οστά βρέθηκε μια λήκυθος με μύρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ЛЕКИФ —    • Λήκυθος,          небольшая крепость на полуострове Сифонии в Халкидике, в западной части на морской косе; Брасид отнял ее у афинян и разрушил ее стены; н. Ая Кириаки. Thuc. 4, 113 …   Реальный словарь классических древностей

  • ληκύθοις — λήκυθος oil flask fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληκύθου — λήκυθος oil flask fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληκύθους — λήκυθος oil flask fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληκύθων — λήκυθος oil flask fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληκύθῳ — λήκυθος oil flask fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήκυθοι — λήκυθος oil flask fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήκυθον — λήκυθος oil flask fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”